- καρπικό σωμάτιο
- Όργανο παραγωγής εγγενών σπορίων, που συναντάται στους ασκομύκητες και στους βασιδιομύκητες. Στους ασκομύκητες τα κ.σ. ονομάζονται ασκοκάρπια, είναι συνήθως μικρών διαστάσεων και διακρίνονται σε τρεις τύπους: το κλειστοθήκιο, το περιθήκιο και το αποθήκιο. Τα κ.σ. των βασιδιομυκήτων (βασιδιοκάρπια), αντίθετα, είναι μεγάλων διαστάσεων, ορατά στην επιφάνεια του εδάφους και αποτελούν τα γνωστά μανιτάρια. To υπέργειο τμήμα τους είναι το σποριοφόρο, ενώ το υπόγειο είναι το κύριο βλαστητικό τμήμα του μύκητα. Τα μανιτάρια χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός όρθιου στελέχους –του στύπου– το οποίο συνδέεται με την υπόγεια μάζα του μυκηλίου. Στην κορυφή του στύπου εκτείνεται ένα πλατύ κυκλικό κάλυμμα –ο πίλος–, στην κάτω επιφάνεια του οποίου υπάρχουν διαφράγματα που φέρουν τα σπόρια του μύκητα. Γενικά ο στύπος μπορεί να είναι μαλακός και σαρκώδης, αλλά συχνά και τραχύς, σπογγώδης, μεμβρανώδης ή ζελατινώδης. Τα μανιτάρια είναι εδώδιμα ή δηλητηριώδη.
Dictionary of Greek. 2013.